απρόσμικτος

απρόσμικτος
ἀπρόσμικτος, -ον (Α) [προσμείγνυμι]
αυτός που δεν συναναστρέφεται με άλλους, ακοινώνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόσμικτος — holding no communion with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσμίκτως — ἀπρόσμικτος holding no communion with adverbial ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσμικτον — ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem acc sg ἀπρόσμικτος holding no communion with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσμίκτῳ — ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσμικτα — ἀπρόσμικτος holding no communion with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσμικτοι — ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η …   Dictionary of Greek

  • απροσμιγής — ἀπροσμιγής, ές (Μ) απρόσμικτος, ακοινώνητος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσμίκτωι — ἀπροσμίκτῳ , ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”